υπερετής

υπερετής
ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει υπερβεί το όριο ηλικίας, τη δυνατότητα κατάταξης σε άλλη φορολογική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ετής (< ἔτος), πρβλ. ἀμφι-ετής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερέτης — ο θηλ. υπερέτρια και υπερέτρα βλ. υπηρέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ԴԱՀԻՃ — (հճի, ճաց.) NBH 1 0592 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. δημίος, βασανιστής, ὐπερέτης carnifex, tortor, apparitor եւն. Պաշտօնեայ ատենի. կալանաւորակապ. տանջիչ պատժաւորաց, եւ մատնիչ մահու. ... Տե՛ս ՟Դ. Թագ. ՟Ի՟Թ. 14: Մտթ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԻՒՊԵՐԷՏ — ( ) NBH 2 0102 Chronological Sequence: 8c, 9c ՀԻՒՊԵՐԷՏ. (գրի եւ ՀԻՊԵՐԷՏ, ՀԵՊԵՐԷՏ, ՀՒՊԵՐԷՏ.) գ. Բառ յն. իբէրէ՛դիս. ὐπερέτης minister. այսինքն Պաշտօնեայ. փոքրաւոր. *Ի ծերունւոյ քահանայէն դանիէլէ, որ աշակերտ էր սրբոյն գրիգորի, եւ հիւպերէտ. Խոր. ՟Գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”